συναναχρωζόμενος

συναναχρωζόμενος
σύν , ἀνά-χρώζω
pres part mp masc nom sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναναχρωζόμενος — σύν , ἀνά χρώζω pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναναχρώννυμι — ΜΑ, και συναναχρώζω Μ 1. μεταδίδω σε κάτι το δικό μου χρώμα ή τη δική μου οσμή («ὁ πέριξ ἀὴρ συναναχρωζόμενος ταῑς ἀπὸ τῶν φυτῶν ἀναφοραῑς», Γεωπ.) 2. παθ. συναναχρώννυμαι α) (για πρόσ.) συγχρωτίζομαι, συναναστρέφομαι β) (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”